μερίκευση

μερίκευση
η
ο περιορισμός τής εξέτασης ενός γενικού ζητήματος σε μερικά μόνο σημεία του, η εξέταση ενός θέματος από μερικότερες απόψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μερικεύω. Η λ., στον λόγιο τ. μερίκευσις, μαρτυρείται από το 1805 στον Βεν. Λέσβιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μερίκευση — η το να εξειδικεύει κανείς ένα θέμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ειδίκευση — η 1. ο περιορισμός σε μια περίπτωση ή εφαρμογή, η μερίκευση: Ειδίκευση της έρευνας. 2. απασχόληση ή επίδοση σε ειδικό κλάδο επιστήμης ή τέχνης, η απόκτηση ειδικών γνώσεων: Πήγε στην Ευρώπη για ειδίκευση στην αιματολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξατομίκευση — η 1. η μερίκευση, η ειδίκευση. 2. (νομ.), φρ., «εξατομίκευση ποινής», η επιβολή ποινής ανάλογα με το άτομο και όχι ανάλογα με το έγκλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”